27 Νοεμβρίου 2009

Η ελπίδα και το όνειρο

Η ελπίδα είναι άτιμο πράγμα. Όλοι μας τη διαθέτουμε. Ακόμα θαμμένη και στα έγκατα της ψυχής μας…κάπου εκεί μέσα στους σκοτεινούς δαιδάλους της ύπαρξης μας…εκεί μέσα υπάρχει κάτι που λέγεται όνειρο. Δεν έχει σημασία ποιοι είμαστε, πως είμαστε και τι εχέγγυα έχουμε για την επιτυχία. Ελάχιστη σημασία έχουν όλα αυτά! Βλέπετε η ελπίδα για κάτι καλύτερο ανήκει στο καθένα μας. Το όνειρο δεν είναι προνόμιο, αλλά δικαίωμα.


Σκέφτομαι συχνά πόσοι άνθρωποι γύρω μας ξοδεύουν άπειρες ώρες στη ρουτίνα της καθημερινότητας τους. Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Μέσα σε μια πόλη που όλα τρέχουν με ρυθμούς γρηγορότερους από ότι και οι ίδιοι αντέχουμε, δεν μπορούμε παρά να αναλωνόμαστε σε ποταπά πράγματα και ιδέες. Δεν είναι τόσο κακό, όσο αναπόφευκτο. Όμως για τον καθένα μας υπάρχει εκείνη η στιγμή που ήρεμοι ένα βράδυ, παρέα με ένα τσιγάρο ή ένα ποτό, θα αναλογιστούμε πως θα ήταν η προσωπική μας ουτοπία. Πως θα ήταν ο εαυτός μας, αν όλα όσα μας ενοχλούσαν εξαφανίζονταν διαπαντώς. Οι έννοιες, οι οικονομικές δυσκολίες, τα βάσανα, η μοναξιά, οι λάθος επιλογές, οι κοινωνικοί καταναγκασμοί…όλα βρε αδερφέ. Αυτή είναι η στιγμή που η ελπίδα σκάει μύτη. Το όνειρο κάνει την εμφάνιση τους δειλά στην αρχή και όσο αυτή η διεργασία ωριμάζει, τότε βγαίνει θριαμβευτικά στην επιφάνεια.


Μπορεί η τυχαιότητα να παίζει πάντα το ρόλο της στη πραγμάτωση του ονείρου. Ποιους θα γνωρίσουμε, τι ευκαιρίες θα αρπάξουμε, πόσο οι ίδιοι, αν θέλετε, θα κυνηγήσουμε τα θέλω μας, ξεπερνώντας όσους περιορισμούς μας προστάζουν να συμβιβαστούμε σε μια στείρα πραγματικότητα που μας πνίγει.


Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει όνειρα! Είμαι κατηγορηματικός σε αυτό. Όλοι μας διαθέτουμε τη προσωπική μας ουτοπία. Αν θέλουμε να τη θάβουμε, να τη διώχνουμε, να ταλανιζόμαστε σε μια μονήρη δυστυχία είναι δικαίωμα μας και μόνο. Ωστόσο, υπάρχει εκείνο το σημείο που πρέπει να σπάσουμε τα δεσμά του ίδιου μας τους εαυτού και να κάνουμε κάτι γι’ αυτή τη ριμάδα την ελπίδα…γι’ αυτό το πούστικο το όνειρο.


Πριν λίγο καιρό, μια κυρία κάπου στην Αγγλία, πήγε σε ένα talent show. Ήταν σχεδόν πενήντα χρονών και μάλλον άσχημη. Κανείς δεν θα έλεγε ότι αυτή η κυρία θα μπορούσε να γίνει τραγουδίστρια. Είχε μια υπέροχη φωνή, αλλά αυτό στις μέρες μας δεν λέει τίποτα. Μια «άθλια» κι αυτή, όπως χίλιοι άλλοι που δεν πρέπει να έχουν δικαίωμα στο όνειρο. Κι όμως, η γυναίκα αυτή κατάφερε και τραγουδίστρια να γίνει και να βγάλει μια υπέροχη δουλειά. Αν θα καταξιωθεί ελάχιστη σημασία ίσως έχει. Το θέμα είναι ότι έκανε το όνειρο της πραγματικότητα, έστω και για ένα μόνο λεπτό.


Ξέρετε κάτι; Η ζωή είναι πολύ μικρή για να πενθείς για τη κακιά σου τύχη. Πια δεν μου λέει κάτι αυτό. Ειδικά όταν έχω δίπλα μου ανθρώπους που μου στέκονται και πιστεύουν σε μένα, ακόμα κι αν εγώ δεν πιστεύω ούτε σπιθαμή στον εαυτό μου. Μπορεί για λίγο καιρό να άφησα την ελπίδα να αργοπεθαίνει για το δικό μου αύριο. Εν μέρει γιατί παρατήρησα ότι τα όνειρα μου τελικά τα έκανα μόνος μου. Ηττημένος νιώθω…και τελικά μπορεί και να είμαι. Όμως έχω μάθει ότι και οι προσωπικές ήττες είναι κομμάτι της ζωής μου. Είναι, λοιπόν, καιρός να αρχίζω να ελπίζω και να δημιουργήσω νέα όνειρα. Ξέρω ότι δεν θα γίνει άμεσα, αλλά πρέπει να γίνει. Γιατί εγώ ξέρω ότι πήρα τις σωστές αποφάσεις. Ας ελπίσουμε ότι όλοι μας θα πήραμε τις δίκαιες και πρέπουσες αποφάσεις…


Με τη σκέψη αυτή, φεύγω λίγες μέρες με φίλους να διασκεδάσω, να ξεχαστώ και να σας γυρίσω με κέφι. Όπως ακριβώς με συνηθίσατε και με αγαπήσατε!


25 Νοεμβρίου 2009

5


5


Πράξη Πρώτη


Μετέωρο βήμα σε μια άδεια προβλήτα. Η μαρίνα δεν είχε κόσμο. Με ένα καφέ στο χέρι και ένα πείραγμα στο αυτί. Η έλλειψη της οικειότητας είναι το πιο ερεθιστικό κίνητρο. Λογική απούσα. Ίσως μόνο να κοιτάει από τη χαραμάδα της πόρτας. Κανένα ήχο για να προδώσει την ύπαρξη της. Για πάντα; Ποιος ξέρει!


Πράξη Δεύτερη


Γαλάζιες αποχρώσεις στο υδάτινο στοιχείο. Ψάχνοντας την επαφή στο περιορισμένο χρόνο. Σχετική σπανιότητα στο μεγαλείο της. Αν ο έρωτας ήθελε χρονόμετρο, τότε εκείνη τη στιγμή έσπασαν όλα τα παγκόσμια ρεκόρ. Υποσχέσεις κάτω από τη σκιά του χρόνου σε ένα χλωμό ημίφως. Χείλη ενωμένα στη θέα της θάλασσας. Στοιχείο ένωσης και απόσχισης ως πάντα.


Πράξη Τρίτη


Ενετική μυστηριακή ειλικρίνεια σε προσωπικό τόνο. Πρώτες στιγμές εν ζωή. Όνειρο απών σε διακοπές. Είναι στιγμές που η οικειότητα σε σφαλερό μέρος μυρίζει θανατικό. Σε μια δύση, μια ανατολή, ένα κανόνι και ξάφνου η ματαιότητας της εγγύτητας παρούσα. Λάθος ή όχι, κανείς δε ξέρει.


Πράξη Τέταρτη


Επιστροφή στη γαλάζια ανάμνηση. Η αποθέωση της καθημερινότητας. Έλεγχος για τη φύλαξη των νώτων. Πεποίθηση μία και μοναδική. Μονομέρεια άραγε; Κανείς δεν ξέρει. Κι αν στο διαγώνισμα περάστηκε η βάση, μάλλον κάποιο λάθος έγινε στην εγγραφή. Σχίσμα, φωνάζει ο ιεροκήρυκας!


Πράξη Πέμπτη


Ο Φίλιππος κάθεται σε ένα παγκάκι. Η σκέψη ήταν πάντοτε φρουρός του, σχεδόν ακοίμητος. Είναι καιρός που χάνεται στο παρελθόν του, το εγγύ και το πιο μακρινό. Νιώθει ένα πόνο στο στέρνο. Νευρικό θα είναι, αναλογίζεται. Πάντα όταν έχει άγχος το παθαίνει, ή έστω όταν κάτι τον απασχολεί με έναν άσχημο τρόπο. Πρέπει να κόψει το τσιγάρο. Αυτό θα τον καταστρέψει. Εκείνο και η ξεροκεφαλιά του. Προσπαθεί να κάνει μερικές κακές σκέψεις και δεν μπορεί. Είναι δυστυχία τελικά αυτό. Να μην μπορείς να προσάψεις μεμπτό. Ανυπόφορο! Ο πόνος στο στέρνο γίνεται πιο ενοχλητικός. Τον γρονθοκοπάει λες και θα πάθει έμφραγμα. Κρίση πανικού το λένε οι ψυχολόγοι. Ιδέα δεν έχει! Παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξεφυσάει με δύναμη. Ο πόνος εκεί. Εν ανάγκη, θα πρέπει να μάθει να ζει με αυτόν. Εδώ έζησε με τον εαυτό του τόσα χρόνια και επιβίωσε…αυτό το πόνο στο στέρνο θα φοβηθεί;


5



Ψευδαισθήσεις

Τον τελευταίο καιρό στη ζωή μου, ζω στιγμές και στιγμές… Είναι παράξενο! Περνάνε ώρες που είμαι καλά δίπλα σε φίλους. Είμαι πολύ τυχερός που έχω δίπλα μου ανθρώπους που με αγαπάν και με καταλαβαίνουν. Υπάρχουν ώρες, όμως, πάλι που πέφτω. Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον γιατί είμαι φύσει γκρινιάρης και παραπονιάρης.


Όσο περνάει ο καιρός, κάτι ωριμάζει μέσα μου. Δεν μου αρέσει αυτό. Δεν το θέλω. Το λέω ειλικρινά. Δεν έχω την αγωνία να επέλθει η λήθη. Να μου πείτε, υπάρχει κανείς που το επιθυμεί; Σαφώς και όχι! Και είναι επιπλέον και το γεγονός, ότι πια δεν έχω γνώση της άλλης πλευράς. Δεν ξέρω τι βιώνεις. Μπορώ να φαντάζομαι γιατί σε ξέρω καλά, αλλά όσο και να σε καταλαβαίνω…δεν σε ακούω…και αυτό είναι παρανοϊκό όταν κάθομαι τα βράδια και το σκέπτομαι.


Οι απαντήσεις είναι πάντα μπροστά μας. Το γνωρίζω πολύ καλά. Όλοι μου το πιστοποιούν μέρα με τη μέρα. Έχω, όμως, ανάγκη να μαθαίνω έστω ότι είσαι καλά. Δεν ξέρεις πόσο αυτό με ηρεμεί. Ψευδαίσθηση θα μου πείτε. Μπορεί να είναι και έτσι. Μια βδομάδα, όμως, τώρα ζω μέσα στις ψευδαισθήσεις.


Και σήμερα γαμώτο μου είναι 25 του μήνα…Ορκίσου μου ότι θα περάσει; Ορκίσου μου τουλάχιστον ότι θα πάψει κάποια στιγμή να πονάει τόσο…



The greatest thing you’ll ever learn is to love and be loved in return…

20 Νοεμβρίου 2009

Εγκόσμια Αγιοσύνη


-->
Χίλιοι άγιοι χωράνε, βία σ’ αυτό τον κόσμο.
Τα φωτοστέφανα μας στέρεψαν, στο πέρασμα του χρόνου.
Εκπτώσεις στη σεπτότητα δεν γίνονται πια.
Το μαγαζί ξεπούλησε κι ο ιδιοκτήτης μόνος στέκει στη πόρτα.
Υπήρξα άγιος στις παραμονές της Δημιουργίας.
Ποτέ κολασμένος, παρά μόνο τις Κυριακές.
Τις μέρες εκείνες της σχόλης, της νώθρας αεργίας.
Τότε μόνο ξυπνούσε το διαβόλι μέσα μου.
Μετάνοιες πολλές εμίσησα.
Σε ένα σκαμνί καθήμενος, σαν το τιμωρημένο τέκνο.
Μονάχα τότε, με τις άρρηχτες βιγλιές στο χέρι.
Μα από τότε αγνότητα και εγκράτεια.
Κυνηγημένος κλέφτης, με τα λάφυρα στο χέρι.
Επιλογή σκληρή πούθε να τ’ αφήσεις.
Φονιάς θρασύς με τη μαχαίρα ανά τη χείρα.
Απραξία δειλή στο ίδιο σου το σώμα να το χώσεις.
Μονάχα μια φορά θυμάμαι σα μωρός.
Κείνη σε τούτο το κατώφλι.
Αμαρτωλός, δίχως καμιά αμφιβολία.
Μα αυτή την αμαρτία δεν δύναμαι να αναγνωρίσω.
Η τιμωρία πάντα ίδια μένει.
Βλέπεις ο άγιος Πατέρας, μόνος κριτής εξ ουρανών.
Γέλωτας βαρύς εξ άνωθεν, στα μούτρα μου μεμιάς.
Φωνή τραχιά, ωσάν εκείνη της ψυχής μου σε θρήνο.
Από όλες τις πίκρες, μονάχα μια για σας εδιάλεξα.
Μίσος τρανό με διακατέχει.
Πίσω στα έγκατα της γης, στα βάθη των μυαλών σας.
Κει βρίσκεται η λύσις σας, κείθε κι η τιμωρία.
Το λέω ξανά, το λέω περήφανα.
Την αγιοσύνη δεν την ζήλεψα,
Μήτε έκπτωτος εθέλησα να γίνω.
Μετέωρος στο ουδέτερο, στη μείζονα την τιμωρία.
Αν μάνα μια αναλογεί σε όλους μας.
Ένας πατέρας κλήρος λήγοντας.
Τότε με σιγουριά θα πω πως ένα θα ‘ναι βάρος.
Ο ίδιος μας ο εαυτός,
εκείνος, μόνο κείνος.
Και μες το καθαρτήριο, πιο κάτω από τα αστέρια.
Και μέσα στο παράδεισο, πιο δίπλα από την πύλη.
Σιμά σε εμένα, θα ‘μαι εγώ,
στους ώμους μου, το μόνο και παντοτινό φορτίο.

18 Νοεμβρίου 2009

Μετρώντας τις Νύχτες

Σήμερα γύριζα κάπου στις τρεις μέσα στην εθνική οδό. Χαμένος μέσα στις σκέψεις μου. Τη μισώ τη νύχτα, όσο παράξενο κι αν σας ακούγεται. Το βράδυ είναι επικίνδυνο. Σκέφτεσαι και δεν έχεις το φως του ήλιου να σε λούζει με αισιοδοξία. Λατρεύω τη μέρα, έστω κι αν ξοδεύω πολλές ώρες της στον ύπνο μου. Αργόσχολος με συνέπεια. Βλέπετε, τις σκοτεινές εκείνες ώρες, οι σκέψεις μένουν μετέωρες σαν κακές σκιές πάνω από το κεφάλι σου.


Τα περισσότερα μου κείμενα, τα γράφω μέσα στις βραδινές ώρες. Σπάνια θέλω να εξομολογηθώ κάτι το πρωί. Τότε φαίνομαι ολοκάθαρα σε όποιον περάσει. Δεν μου αρέσει να είμαι διάφανος στον οποιοδήποτε, παρά μονάχα σε εκείνους που επιλέγω, στους φίλους μου, στους δικούς μου ανθρώπους και στην αγάπη μου. Μόνο εκεί. όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν καλά ότι είμαι από τα πιο κλειστά άτομα. Ίσως για αυτό να έχω επιλέξει αυτό τον τρόπο να εκτονώνομαι. Ένα ευαίσθητο σπασικλάκι, σχεδόν δραματικό, που ξέρει πολύ καλά ότι δεν είναι κάτι σημαντικό. Γράφει συμπαθητικά κείμενα και θέλει να φροντίζει τους αγαπημένους του ανθρώπους. Είμαι προστατευτικός και περιποιητικός εκεί που θέλω. Αλλού είμαι ένα ακοινώνητο άτομο, σχεδόν σνομπ που περνάει συχνά απαρατήρητο. Δεν ξέρει να φλερτάρει, ξέρει όμως να αγαπάει, όταν και εφόσον το θέλει. Αυτός είμαι εγώ…και κάποιοι μπορεί να πουν ότι αυτό λέγεται ελλιπής αυτοεκτίμηση. Εγώ θα έλεγα ότι καλείται απλά αυτογνωσία.


Δεύτερο βράδυ και έχω την ανάγκη να γράψω για να μη τρελαθώ, για να μη με πάρει από κάτω. Και νομίζω ότι δουλεύει. Δεν θέλω να κοιμηθώ. Δεν ξέρω αν πρέπει πάλι να πιω για να με πάρει ο ύπνος. Μπορεί και να πρέπει. Σας έχω πει ότι μισώ τη νύχτα; Ααα…ναι…το είπα!


Μια νύχτα ακόμα πρέπει να παλέψω με τη λογική. Ποιος ανακάλυψε αυτή τη παρανοϊκή έννοια; Ποιος μαλάκας όρισε ότι πρέπει να μας καθορίζει; Όλοι οι φίλοι το θεωρούν λογικό, αναμενόμενο, αψυχολόγητο, ό,τι μπορούν να πουν για να με αλαφρύνουν. Μόνο ένας, ο πιο ορθολογιστής φίλος μου με κατάλαβε. Δεν το περίμενα! Εκείνος που πρόσμενα να μου δώσει τις πιο αποκαρδιωτικές απαντήσεις…με ένιωσε. Ξέρεις γιατί; Γιατί ήταν ο μόνος που με ξέρει σαν αδερφό του. Ήταν εκείνος που σε μια μεταμεσονύχτια Πειραιώς, μου είχε πει το αμίμητο: «Βρε Μηδενικέ…είσαι ερωτευμένος!». Είναι ο μόνος που κατάλαβε τι ένιωθα, γιατί αμέσως πρόσθεσε ότι τόσα χρόνια που με ξέρει, δεν με είχε ξαναδεί έτσι. Μόνο αυτός! Όλοι κατάλαβαν ότι πονάω…δεν έχω παράπονο από τους ανθρώπους που έχω δίπλα μου. Θα ήταν ντροπή μου να πω κάτι τέτοιο. Είμαι περήφανος για αυτούς, γιατί ξέρουν ότι είμαι δίπλα τους χωρίς ανταλλάγματα. Και αυτή τους τη συνέπεια λόγων και έργων, δεν τη λογαριάζω ως βάρος.


Θα είναι πολλές οι μέρες από εδώ και μπρος που θα πρέπει να πάω έτσι για ύπνο. Χαλάλι! Αρκεί να είσαι μόνο ευτυχισμένος. Σε αγαπώ τόσο πολύ που δεν θέλω τίποτε άλλο. Κι ας είσαι μακριά μου. Πέστα ρε Πέγκυ καλύτερα από μένα…και μην δω κακό σχόλιο…έχω το ακαταλόγιστο. Δεν πίστευα ότι ποτέ ένα τραγούδι σαν αυτό θα το ένιωθα τόσο μα τόσο πολύ…


Καληνύχτα σας!


17 Νοεμβρίου 2009

Χωρίς Τίτλο

Η ζωή δεν είναι δίκαιη. Κάπως έτσι νομίζω πως αρχίζουν και τελειώνουν όλα. Αρχή απαράβατη και αδιάψευστη. Ακόμα κι αν το ξέρεις εκ των προτέρων, πάντα όταν σου έρχεται στο δρόμο νιώθεις πάντα αδύναμος. Περισσότερο γιατί ξέρεις ότι η θέληση υπάρχει, αλλά οι ριμάδες οι καταναγκασμοί πάντοτε μπορούν να σε υπερβούν. Η αμοιβαία προσπάθεια δεν είναι τελικά πάντοτε αρκετή, και αυτό είναι κάτι σαν την άνωση στο νερό, αξίωμα από τα λίγα.


Ο πόνος είναι αφόρητος. Ακόμα και αυτοί που ηδονίζονται από την επιρροή του, μπορούν να σου πιστοποιήσουν ότι υπάρχει και αυτός που σε σκοτώνει. Κρυάδες σε όλο το σώμα, γιατί κανείς μας, δεν λατρεύει να υποφέρει. Ο κορεσμός στο πόνο βλέπετε είναι στιγμιαίος. Κανένας δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό.


Υπάρχουν στιγμές που κάνω τα πιο τρελά όνειρα. Δυο άνθρωποι που απλά βιώνουν το υπέρτατο αίσθημα, χωρίς να ενοχλούν κανέναν. Στα όνειρα μου όλα είναι όμορφα, γαλήνια, γιατί υπάρχω μόνο εγώ κι εσύ που κοιταζόμαστε και αυτό μου φτάνει και μου περισσεύει.


Δεν είναι λίγο πράγμα να έχεις βιώσει την αγάπη και τον έρωτα μαζί στις κατάλληλες δόσεις. Κάποιοι θα πουν ότι είναι ευλογία. Βλέπεις πολλοί δεν το έχουν περάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο στη ζωή τους. Είναι δυστυχείς, δεν λέω, αλλά αυτό δεν μου μετριάζει το διαρκές ερώτημα του γιατί.


Η λογική είναι πάνω από όλα. Αυτή τελικά κυριεύει τη ζωή των ανθρώπων. Το ξέρω καλά. Δεν έχω αυταπάτες. Είναι χιλιάδες οι φωνές της λογικής από φίλους, από παρατρεχάμενους, από τον ίδιο μου τον εαυτό…αλλά ξέρετε κάτι; Όποιος είναι μέσα στο χορό δεν μπορεί να τα αφομοιώσει όλα αυτά. Δεν θέλει να τα αφομοιώσει. Και στη τελική, τείνω να πιστεύω, ότι δεν πρέπει και να το κάνει. Όπως πρέπει να ζήσεις τον έρωτα στην αποθέωση του, έτσι πρέπει να πράξεις και με το πόνο και την απογοήτευση. Το κλάμα και η κατάθλιψη σε λυτρώνουν. Άφησε μόνο τη πόρτα μισάνοιχτη να μπορούν κάποιοι που σε αγαπάνε να σε πιάσουν από τον ώμο.


Το πιο βασανιστικό τελικά από το τέλος, είναι να το βλέπεις να έρχεται πάνω σου. Να ξέρεις ότι δεν θέλετε, αλλά εκείνο να τρέχει με χίλια πάνω στα μούτρα σας, για να σας χτυπήσει ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι. Ίσως και να μην είναι, βέβαια, και τέλος, παρά ένα διάλλειμα. Παράλληλες ευθείες μέχρι να ξανασυναντηθούν αν το φέρει η ζωή. Μόνο στην ιδέα, ειλικρινά πεθαίνω, όσο δραματικός και να φαίνομαι…χέστηκα βλέπετε…ποτέ δεν με ενδιέφερε η εικόνα μου όταν πονάω. Και τώρα πονάω…ίσως όσο δεν έχω πονέσει ποτέ ξανά.


Είναι ένα βράδυ που ερχόταν. Είναι μια στιγμή που την περίμενα. Αλλά ξέρετε κάτι; Όσο και να περιμένεις κάτι…δεν είναι το ίδιο γαμώ το διάολο μου, όπως όταν το βιώνεις…

14 Νοεμβρίου 2009

Black-Red-Green and Vice Versa

Στο βάθος ήταν εκείνη η κοπέλα με το πέπλο στο πρόσωπο. Κάτω από το βέλο, το μόνο που μπορούσες να διακρίνεις με ευκρίνεια ήταν ένα ζευγάρι ολόμαυρα μάτια που στραφτάλιζαν στο φως που την έλουζε η ολόγιομη σελήνη. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτά. Τα κόκκινα της χείλη μπορεί να μην τα θωρούσες στο πλήρες τους μεγαλείο, αλλά φαινόντουσαν τρομερά λαχταριστά. Θα μπορούσες σίγουρα να χαθείς σε ένα ρουφηκτό φιλί που δεν θα τέλειωνε ποτέ. Κι όλα αυτά να μην μπορείς να τα αποτυπώσεις ξεκάθαρα στο μυαλό σου. Μόνο μια θολή εικόνα της πραγματικότητας κρυμμένη πίσω από ένα κάλυμμα και ένα χαμηλό φωτισμό. Αδιανόητο, αν το σκεφθείς καλύτερα. Στο πρώτο μου βήμα, εκείνη ένα πίσω, και μόλις έβαλα μια τρεχάλα, εκείνη σαν να βρισκόταν πάνω σε ένα κινούμενο δάπεδο, ρουφήχτηκε πίσω και χάθηκε διαπαντώς στο σκοτάδι. Remaining only the trembling black light…



Είχε περάσει ξανά από το ίδιο σημείο του δρόμου. Στεκόταν λίγα λεπτά και τον χάζευε. Αγέρωχος, κοντοκουρεμένος, με δυο μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια. Χρώμα; Απροσδιόριστο. Κάτι ανάμεσα σε μπλε και πράσινο. Σκούρα και τα δυο. Εκεί, κάθε μέρα να ανταλλάσει ένα μόνο χαμόγελο. Το ίδιο παραμύθι, ένα άδικο ρομάντσο του χειρίστου είδους. Ένα πρωί, όμως, το πήρε απόφαση πως θα του μίλαγε. Δεν πήγαινε άλλο. Την επόμενη μέρα τον πλησίασε την ώρα που ήταν έτοιμος να ανοίξει το μαγαζί. Ο Θεός ήταν γυρισμένος πλάτη και ο χαμένος μας ήρωας τον ακούμπησε με διστακτικότητα στο σβέρκο. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου, ο ψηλός άνδρας λαμπάδιασε μέχρι τον ουρανό. Μεμιάς, μια δέσμη φωτός και πυρός τον διαπέρασε. Ο κακομοίρης κύριος σάστισε, παραπάτησε και έπεσε προς τα πίσω. Που αλλού θα έβλεπε ένα τόσο θεαματικό πυροτέχνημα; Like the red burning hellfire



Ζεστή ατμόσφαιρα, κεριά αναμμένα, το δωμάτιο στολισμένο…σαν σκηνικό σε τσόντα με υπόθεση. Εγώ σε μια γωνία κουλουριασμένος. Δεν μου είχε πάρει το αγαπημένο μου παιχνίδι. Το τσογλάνι αυτό ο Βασίλης…ο χοντρομπαλάς…μου την είχε φέρει για μια ακόμη φορά. Τα παιδιά, λένε, έχουν τις πιο αθώες σκέψεις. Πίπες…σας το λέω εγώ που ξέρω. Είναι διαβολικά όντα, που μόνο σα μωρά έχουν ηρεμία, λόγω παντελής έλλειψης μυαλού. Όταν αποκτούν έστω και λίγο, αρχίζουν να είναι κακά, μοχθηρά και αβυσσαλέα (σαν το ντεκολτέ της γειτόνισσας που ο μπαμπάς χαζεύει όλη την ώρα). Το λέω γιατί ξέρω από εμένα, από το διαολεμένο μυαλό μου που μισεί τον Αϊ Βασίλη…γαμώ το κέρατο μου. Μπορεί να βρεθεί κάποιος να τον πυροβολήσει; The Green Revenger my ass




Και μετά ξύπνησα…(που στο διάολο είναι οι παντόφλες;)

10 Νοεμβρίου 2009

O Yann και η Μπάλα


“Πιάσε την σου λέω, πιάστην!”, φώναξε ο Yann στο Matthias.


Η μπάλα εκσφενδονίστηκε μεμιάς και έκανε μια μεγάλη έλλειψη. Τόσο ψηλοκρεμαστή που θα τη ζήλευε και ο καλύτερος παίκτης volley, κρύβοντας για ένα δευτερόλεπτο τον ήλιο από το οπτικό πεδίο του Yann. Ο ξανθός μπόμπιρας με τις ίσιες αφέλειες χάζευε το παράξενο αυτό σουτ του. Το στόμα του ανοικτό, με το ένα δόντι να λείπει. Η μαμά είπε, ότι θα το έβαζαν στο μαξιλάρι και η νεράιδα θα του έφερνε ένα δώρο. Την επόμενη μέρα, προφανώς με τη συνδρομή της νεράιδας, αριβάρισε και η ωραιότατη μπάλα, η οποία αυτή τη στιγμή εκτελούσε ένα ωραιότατο, σχεδόν συγκινητικό, σουτ.


Στην άκρη της έλλειψης δεν έμελλε να βρίσκεται ένα καζάνι λίρες, όπως συνηθίζεται με το ουράνιο τόξο, αλλά το τείχος ή απλά ένας τοίχος. Η μπάλα έπεσε πάνω στη κορυφή του και έκανε τρία-τέσσερα αναπηδήματα. Η καρδιά του Yann πάγωσε. Ας ήξερε λίγο φυσική, να γνώριζε τι φορά θα πάρει τώρα το στρογγυλό σωματίδιο. Κράτησε την ανάσα του και ορθάνοιξε τα μάτια του. Το γαλανό του βλέμμα ήταν επικεντρωμένο απόλυτα πάνω στη μπάλα που έκανε τα τελευταία πηδήματα. Πρέπει να ήταν καμιά δεκαριά όταν τελικά έμεινε στάσιμη στη κορυφή του τοίχου.


Σήμερα ο Yann θυμάται ξεκάθαρα εκείνο τον τοίχο. Παραδίπλα έμενε με τους δικούς του, καμιά διακοσαριά μέτρα, αλλά εκεί μόνο είχε ένα καλό άπλωμα για να παίζουν τα παιδιά της γειτονιάς ποδόσφαιρο. Κάτω από αυτόν τον τοίχο! Δεν του είχε κάνει ποτέ εντύπωση ότι ήταν ζωγραφιστός. Τόσοι και τόσοι ήταν στην πόλη. Μπετονένιες γκρι στοιβάδες, που τουλάχιστον με graffiti έδιναν μια χαρωπή νότα στην κατά τ’ άλλα αδιάφορη ζωή που εξελισσόταν.


“Θα ανέβω να την πιάσω”, αναφώνησε. Δεν ήξερε βέβαια πως, αλλά ήταν σίγουρος ότι θα βρει κάποιο τρόπο. “Yann, οι γονείς μας, μας λένε να μη σκαρφαλώνουμε στο τοίχο”, είπε η Anna με ένα ύφος ανησυχίας. “Εγώ θα το κάνω”, σκέφτηκε ο μικρός Yann. Δεν πρόλαβε να κινήσει προς τον τοίχο και ένας δυνατός άνεμος φύσηξε και έσπρωξε τη μπάλα προς την αντίθετη μεριά, από εκείνη που στέκονταν και κοίταζαν τα παιδιά. Ο Yann αμέτοχος να παρακολουθεί μια πτώση στην άλλη όχθη, για την οποία πλέον δεν είχε την ευχέρεια να κάνει τίποτα. Και κάπως έτσι η μπάλα κατέληξε στην άλλη μεριά του τείχους.


Το βράδυ, ο Yann έτρωγε το σνίτσελ του με δυσθυμία. Δεν μπορούσε, βλέπετε, να αγνοήσει ότι το πρωί είχε χάσει την αγαπημένη του μπάλα, στη πρώτη μάλιστα μέρα κατοχής της. Είχε γυρίσει στο σπίτι κλαμένος, γεμάτος μύξες. Ο μπαμπάς τον διαβεβαίωσε ότι αύριο θα του αγόραζαν μια άλλη και έτσι θα είχε δύο δώρα γενεθλίων, πέρα από το πάζλ που του είχαν αγοράσει. Όσο μίλαγε με το μπαμπά του στο σαλόνι, η μαμά στη κουζίνα έβαζε τα κεράκια στη τούρτα του Yann. Δέκα χρόνια πίσω, εννέα Νοέμβρη, όπως και σήμερα, ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της. Σκούπισε το δάκρυ που έσταξε από το μάτι της και με μια ολόφωτη τούρτα κατευθύνθηκε στο σαλόνι.


Η μητέρα του έπλενε τα πιάτα, όταν οι ειδήσεις έπαιζαν τα γεγονότα. Είχε προηγηθεί βέβαια μια αναμπουμπούλα στη γειτονιά, χωρίς κανένα εμφανή λόγο. Ο πατέρας του Yann είχε σηκωθεί από τη πολυθρόνα και έκανε βόλτες πέρα-δώθε. Δεν μπορούσε ο μικρός να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν. Οι συνδιαλέξεις της μάνας του και του πατέρα του γύριζαν συνέχεια γύρω από το τείχος. Μα καλά, τόσο πολύ είχαν στεναχωρηθεί κι αυτοί για τη μπάλα που έχασε το μεσημέρι;


Ο πατέρας του Yann γύρισε από τη κουζίνα που είχε αποσυρθεί λίγο με τη μητέρα του, αφού βέβαια τον είχαν αφήσει μονάχο να παίζει με ένα τρενάκι και εκείνοι κάτι ψιθύριζαν δίπλα στο ξύλινο πάγκο. Πρώτη φορά τους είχε δει έτσι ο Yann. Ο πατέρας του έσκυψε και τον χάιδεψε στο κεφάλι. “Yann, θες να πάμε να πάρουμε πίσω τη μπάλα σου;”. Ο μικρός ξανθομάλλης έμεινε στήλη άλατος. “Τώρα;”, ρώτησε με ένα απερίγραπτο βλέμμα απορία. Η απάντηση του πατέρα του απλή, λακωνική και με ένα τεράστιο χαμόγελο, “Ναι αγάπη, τώρα αμέσως!”…


8 Νοεμβρίου 2009

Καλειδοσκόπιο

-->
Υπάρχει ένα παιχνίδι από τα μικράτα μου.
Στης χρωματικής παλέτας τη δίνη.
Στους διαδρόμους των ευφάνταστων εναλλαγών.
Στα έγκατα του φροϋδικού μυαλού μου.
Αποσβολωμένος σε μία τρύπα,
να κρυφοκοιτάζω χωρίς να νιώθω τύψεις.
Σε μια τόση δα οπή,
την ίριδα να ικανοποιώ.
Μυωπικό παιδαρέλι με περιέργεια,
μαρτύριο από τα λίγα.
Λαχτάρα μόνη και κατάρα,
κόντρα στης Πανδώρας το ένστικτο.
Θολό τοπίο χρωμάτων το ασυνείδητο μου,
σε μια καρδάρα χρυσών λιρών να οδηγεί,
στη κατάληξη ενός βρόχινου ουράνιου τόξου,
σαν τη πλουμιστή ουρά ενός περήφανου παγωνιού.
Κοντόφθαλμος στη γνώση μου, μα την αλήθεια.
Στυγνός κλέφτης χρωματισμών, που δεν έζησα.
Γιατί, ποιος ο λόγος να κλέβεις κάτι που κατέχεις,
πέραν της αιωνίας και ακατανίκητης μανίας;
Μεγάλος πια, συνεχιστής σωστός του παιχνιδιού εκείνου.
Κραδαίνω καθημερνής το σπαθί μου, σαν άλλος ιππότης,
σχίζω τους δράκους, τους οχθρούς, φαντάσματα και πλήξεις.
Έμαθα βλέπεις, πως οι ιππότες δεν λεηλατούν χωριά και αναμνήσεις.
Στη στρογγυλή τη τράπεζα, για μια φορά ακόμη,
με το σπαθί απόμερα να μη μου φέρνει λοιπές υποχρεώσεις.
Μονάχος και σκεπτόμενος, κρατώντας το κεφάλι.
Που πήγαν όλοι οι άλλοι; Αργοπορία στα ραντεβού δεν πρέπει.
Στη τσέπη έχω πάντοτε εκείνο το παιχνίδι,
να μου θυμίζει στις αναμονές, τα περασμένα ετούτα χρόνια.
Μέσα σε μια σχισμή κοιτώ με το ένα μου το μάτι,
συλλαβιστά προφέρω θαυμασμό, που μήτε οι οδηγίες, μήτε το χρέος τον προστάζουν.
Στης προσμονής την ώρα, εκεί που όλα λες και μένουν ίδια,
απαράλλακτα,
από τη λαίλαπα του χρόνου.
Εκεί καταλαβαίνουμε πόσο έχουμε αλλάξει.
Σύγκριση – όσο να πεις – θεϊκή,
μπάνιο στα νερά της άφεσης και της αποτίμησης.
Μόνο λουσμένος από την αίσθηση της επαναβίωσης,
μπορείς να εκτιμήσεις, εκείνα που το καλειδοσκόπιο απλόχερα σου προφέρει.
υ.γ. Αφιερωμένο σε μια ψυχή που μου είπε ότι το προηγούμενο ποίημα της άρεσε, και μου έδωσε θάρρος να ανεβάσω άλλο ένα.

5 Νοεμβρίου 2009

Στροφές στους Δρόμους της Αθήνας

Χτυπάνε τα δάχτυλα πάνω σε πλήκτρα. Ήχοι γραφομηχανής στο υπόβαθρο, σχεδόν ανεπαίσθητοι. Ιστορίες που έχουν γραφεί - όχι και τόσα πολλά χρόνια πίσω - παίρνουν σάρκα και οστά απ’ τα λόγια. Στόματα που ανοιγοκλείνουν και ανάσες καπνού που βγαίνουν κάποιες φορές αργά και σταθερά, άλλες γρήγορα και άναρχα από το γέλιο.


Το μυστήριο της επαφής πάντα θα με εκπλήσσει. Ανήμπορος στέκομαι μπροστά από τους κανόνες της “χημείας”. Αυτής που δένει τους ανθρώπους με μια αόρατη κλωστή…τόσο ελαστική, όμως, που τους δίνει το χώρο τους. Μαγικό πράγμα η επικοινωνία, χάρισμα αδιαμφισβήτητο.


Όταν με έναν άνθρωπο μοιράζεσαι το παρόν σου, είναι όμορφο. Όταν με τον ίδιο άνθρωπο, όμως, μοιράζεσαι και το παρελθόν σου, είναι ευλογία. Το μέλλον, βέβαια, ποτέ αν είσαι σώφρον δεν το σχεδιάζεις, αλλά το κτίζεις. Χωρίς πολλές συζητήσεις, χωρίς μεγάλες κουβέντες.


Λίγους ανθρώπους έχω πάει εκεί. Εκεί ψηλά που βλέπεις όλη την Αθήνα και τρως μια από τις πιο όμορφες τροφές που έφτιαξε αυτή η πόλη. Κάπου εκεί δίπλα από την Αμερικάνικη Πρεσβεία. Μετά ψηλά…ανάμεσα σε τόσα ζευγάρια, σε τόσους φίλους που ήρθαν να πούνε τον πόνο τους με μια μπύρα στο χέρι. Εκεί έχω πάει τόσα λίγα άτομα. Εκεί έχω αποτυπώσει κάθε μία τις στιγμές μου, τόσο που μπορώ να τις απαριθμήσω και να τις εξιστορήσω.


Μετά ήρθε η ώρα της θάλασσας. Μέσα σε ένα βράδυ μια ποικιλία τοπίων που δεν έμελε να τελειώσει. Δίπλα στα θολωμένα παράθυρα, εμείς να γελάμε. Να διασκεδάζουμε με τον δικό μας τρόπο και να καπνίζουμε. Μόνοι μέσα σε μια θάλασσα λάγνου έρωτα, παράνομου ειδυλλίου και ρομαντικής αποβλάκωσης.


Έπειτα στο άβατο. Στο δικό σου καταπατημένο Άγιο Όρος. Οδηγήτρια ξεχωριστή, παρότι την έχασες την Καλλιδρομίου. Ελπίζω να στο συγχωρέσει και να κατορθώσεις το ρίξεις στο περασμένο της ώρας. Δεν μπορούσες να το δικαιολογήσεις βλέπεις και στο ποτό. Λίγο μετά εναλλαγή ρόλων, κάπου κοντά σε μια οδό της Κυψέλης. Δοσμένη υπόσχεση για επιστροφή οπωσδήποτε!


Τέλος…ήρθε το τέλος. Για όλα υπάρχει ένα βραχυπρόθεσμο τέρμα. Τρέχεις το κατοστάρι και βλέπεις τι έκανες. Παγκόσμιο ρεκόρ; Πανελλήνιο; Τίποτα; Ό,τι και να έχεις καταφέρει, όμως, γεγονός είναι ένα. Όσο έτρεχες ήταν πολύ όμορφα, και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο βάζεις όρκο ότι θα ξαναμπείς στο ταρτάν.


Έχεις πράγματι τα πιο όμορφα μαύρα μάτια που έχω δει. Είναι τόσο υγρά και εκφραστικά που σχεδόν δεν μπορείς να τα κοιτάξεις. Κάποιος μου είχε πει κάποτε ότι με τη ματιά μου είναι σαν να τον κοιτάω βαθιά μέσα του. Απειλητικό δεν ακούγεται; Και είχε δυο μαύρα μάτια σαν και σένα. Όχι το ίδιο ωραία, όχι τόσο ζεστά. Εσύ, λοιπόν, με κάνεις να ηρεμώ τόσο δίπλα σου και να βγάζω τον πιο σαχλό εαυτό μου. Δεν ξέρω αν έχω αλλάξει από τότε που με γνώρισες, ξέρω όμως ότι σε αγαπάω πολύ…και πολύ ουσιαστικά.


Ας πιούμε, λοιπόν, σε μια βραδιά περιήγησης και εξερεύνησης. Σε στιγμές ουσίας και αλήθειας. Σε μια βραδινή βόλτα…σχεδόν ερωτική…κάπου στους δρόμους αυτής της λατρεμένης πόλης…


υ.γ. Η αφιέρωση είναι συγκεκριμένη και τη στηρίζω 100%!! Μην ακούσω, λοιπόν, γκρίνια!


2 Νοεμβρίου 2009

Νυχτερινή Γλώσσα

-->
Κόκκοι καφέ μιας μηχανής,
βάρος αφόρητο στη πλάτη μου,
μυρουδιά βαριά, μα κάλπικη.
Δεν ήξερα πως σαν γενεί σκόνη,
ο καφές αναδύει πιότερο την αίσθηση του.
Από όλα τα αισθήματα,
η μη πληρότητα είναι το χείριστο λέγουν.
Νερό, καλό χαρμάνι και μπόλικη ζάχαρη.
Έτσι τον πίναν οι παππούδες μας.
Έτσι τον γεύομαι κι εγώ;
Κάποιος, να μου πει το φλιτζάνι.
Κείνο που οι κοκέτες Σμυρνιές τον ορμήνευαν χωρίς την κούπα.
Τρίτη ματιά στο λουλουδάτο τους το σκουλαρίκι,
πρώτη ματιά στα εντός μας,
κείνα, που αρνιόμαστε σθεναρά να σαλέψουμε.
Κάποιος, να μου φέρει την ελπίδα μου.
Κείνη που οι βαλτωμένες Ερινύες άσκοπα μου αφαρπάζουν.
Μήτε πατέρα σκότωσα, μήτε μητέρα.
Ορέστη μ’ ακούς;
Ανάλγητος στο φόνο εσύ,
αλλά μη με θωρείς,
λιποτάκτης εν συνειδήσει εγώ.
Είναι στιγμές που αλητεύω στη σκέψη μου.
Άλλες που γυρνοβολάω στο ασυνείδητό μου,
σαν ρέμπελος σκύλος στη ραστώνη του απομεσήμερου,
στην ύστατη σιέστα του εγώ μου.
Κανένα απ’ τα δυο δεν στέκει όφελος.
Αλήτης στη μία, κόπρος αξιολάτρευτος στην άλλη.
Και τώρα,
στους δρόμους σου Αθηνά άλλο ένα βράδυ.
Στα έγκατα του κεφαλιού του πατέρα σου, κι εγώ σφαδάζω.
Όχι τόσο πόνοι γέννας, μα πόνοι ελλειπτικότητας,
γύρω από το Κρόνο
και σαφώς τον Δία.
Ω ναι!
Μα τον Πατέρα των Θεών,
για μια ακόμη φορά σου κάνω χοές.
Γέρσιμο σ’ αργή κίνηση,
δάκρυ ανθρώπινο για τιμή,
και δάφνη τετιμημένη σε σένα, τούτη τη νύχτα.
Στο πρώτο κρύο του χειμώνα,
στο πρώτο ρίγος του χιονιά.
Εκεί μου λείπεις.
Εκεί η έλλειψη, κάνει κύκλο.
Ολόκληρο!
Κι εγώ εδώ,
Ευκλείδης γαρ,
σαν άλλος γεωμέτρης,
τον κύκλο,
τετράγωνο να θέλω να γενεί.
Κάθε γωνιά να αποπνέει τη ζέστα του καλοκαιριού,
μέσα στο λάκτισμα της ολόλευκης αστερωτής χιονονιφάδας.
Κι εσύ εκεί,
ωσάν τον Σίσυφο,
να σούρνεις την κοτρώνα σου.
Μαρτύριο, διαλεχτό, δεν λέω,
μοίρα βαριά,
τιμή πολύτιμη το δίχως άλλο.
Κι αν στην ανάβαση αυτή, χώρος για άλλον δεν σου μένει,
στη σκέψη σου λογάριαζε πως σάμπως δίπλα είμαι.
Μέσα στις άδειες κούπες του καφέ,
στα μασημένα φύλλα δάφνης,
στους σκόρπιους στο πάτωμα ονειροκρίτες,
γύρω από λόγια φιλικά,
μέσα σε νοσηρούς εφιάλτες,
για μια ακόμη φορά, σε σένα στέκω σκυφτός,
στο μυστήριό σου γλώσσα,
στεφάνι καταθέτω.
Σαν άλλος πια προσκυνητής,
σε άγιους τόπους,
τη δόξα, τη τιμή και τη λατρεία,
με μία λέξη,
με μια πνοή,
λυγάω και ξεψυχάω.
Το δίχως άλλο,
γλώσσα,
εσύ μου έχεις μείνει,
κει που η θύμηση, το άδικο και το παράπονο με λούζει.
Μόνο εσύ,
μέχρι ξανά, σα φάρμακο,
τις πρόσκαιρες πληγές μου να ιάνεις.
(02.11.09)